-
1 ἌΛΓος
ἌΛΓος, τό, der Schmerz, körperlich und geistig, Hom. oft, z. B. Iliad. 1, 2 μυρί' Ἀχαιοῖς ἄλγε' ἔϑηκεν, 2, 39 ϑήσειν γὰρ ἔτ' ἔμελλεν ἐπ' ἄλγεά τε στοναχάς τε Τρωσί τε καὶ Δαναοῖσι, 2, 375 μοὶ Ζεὺς ἄλγε' ἔδωκεν, 2, 721 κρατέρ' ἄλγεα πάσχων, 3, 97 ἄλγος ἱκάνει ϑυμὸν ἐμόν, 5, 384 χαλέπ' ἄλγε' ἐπ' ἀλλήλοισι τιϑέντες, 5, 394 μὶν ἀνήκεστον λάβεν ἄλγος, 6, 462 σοὶ δ' αὖ νέον ἔσσεται ἄλγος, 9, 321 πάϑον ἄλγεα ϑυμῷ, 13, 346 ἀνδράσιν ἡρώεσσιν ἐτεύχετον ἄλγεα λυγρά, 18, 224 ὄσσοντο γὰρ ἄλγεα ϑυμῷ, 18, 395 μ' ἄλγος ἀφίκετο, 22, 53 ἄλγος ἐμῷ ϑυμῷ καὶ μητέρι, λαοῖσιν δ' ἄλλοισι μινυνϑαδιώτερον ἄλγος ἔσσεται, 24, 568 μή μοι μᾶλλον ἐν ἄλγεσι ϑυμὸν ὀρίνῃς, 24, 522 ἄλγεα δ' ἔμπης ἐν ϑυμῷ κατακεῖσϑαι ἐάσομεν, 24, 742 ἐμοὶ δὲ μάλιστα λελείψεται ἄλγεα λυγρά, Od. 1, 34 αὐτοὶ ὑπὲρ μόρον ἄλγε' ἔχουσιν, 2, 41 μάλιστα δέ μ' ἄλγος ἱκάνει, 2, 193 χαλεπὸν δέ τοι ἔσσεται ἄλγος, 2, 343 ἄλγεα πολλὰ μογήσας, 5, 84 δάκρυσι καὶ στοναχῇσι καὶ ἄλγεσι ϑυμὸν ἐρέχϑων, 5, 302 ἥ μ' ἔφατ' ἐν πόντῳ ἄλγε' ἀναπλήσειν, 6, 184 πόλλ' ἄλγεα δυσμενέεσσιν, χάρματα δ' εὐμενέτῃσι, 7, 212 τοῖσίν κεν ἐν ἄλγεσιν ἰσωσαίμην, 8, 182 ἔχομαι κακότητι καὶ ἄλγεσι, 9, 75 ὁμοῦ καμάτῳ τε καὶ ἄλγεσι ϑυμὸν ἔδοντες, 11, 279 τῷ δ' ἄλγεα κάλλιπ' ὀπίσσω πολλὰ μάλ', ὅσσα τε μητρὸς ἐρινύες ἐκτελέουσιν, 12, 427 Νότος, φέρων ἐμῷ ἄλγεα ϑυμῷ, 13, 90 μάλα πολλὰ πάϑ' ἄλγεα ὃν κατὰ ϑυμόν, 13, 319 ὅπως τί μοι ἄλγος ἀλάλκοις, 14, 32 ἀεικέλιον πάϑεν ἄλγος, 14, 310 ἔχοντί περ ἄλγεα ϑυμῷ, 15, 345 ὅν κεν ἵκηται ἄλη καὶ πῆμα καὶ ἄλγος, 15, 400 μετὰ γάρ τε καὶ ἄλγεσι τέρπεται ἀνήρ, 19, 330 τῷ δὲ καταρῶνται πάντες βροτοὶ ἄλγε' ὀπίσσω, 19, 471 τὴν δ' ἅμα χάρμα καὶ ἄλγος ἕλε φρένα, 20, 203 μισγέμεναι κακότητι καὶ ἄλγεσι λευγαλέοισιν, 21, 88 ᾗ τε καὶ ἄλλως κεῖται ἐν ἄλγεσι ϑυμός, 25, 352 ἐμὲ Ζεὺς ἄλγεσι καὶ ϑεοὶ ἄλλοι ἱέμενον πεδάασκον ἐμῆς ἀπὸ πατρίδος αἴης. – Tragg. u. Sp. D.; selten in att. Prosa.
-
2 κάματος
κάματος, ὁ (καμεῖν), 1) Mühe, Drangsal, Anstrengung; ἄτερ καμάτοιο τέλεσσαν Od. 7, 325; πολυάϊξ, vom Kriege, Il. 5, 810; die auf Anstrengung folgende Erschöpfung, Entkräftung, wie sie sich in den Gliedern, bes. den Knieen äußert, ὁππότε κέν μιν γυῖα λάβῃ κάματος Il. 4, 230, γούναϑ' ἵκοιτο 13, 711; κάματος δ' ὑπὸ γούνατ' ἐδάμνα 21, 52; καμάτῳ φίλα γυῖα λέλυντο 13, 85; αἴϑρῳ καὶ καμάτῳ δεδμημένον Od. 14, 318; ὕπνῳ καὶ καμάτῳ ἀρημένος 6, 2; ὁμοῦ καμάτῳ τε καὶ ἄλγεσι ϑυμὸν ἔδοντες 9, 75. – Pind. ὄλβος ἄνευ καμάτου οὐ φαίνεται P. 12, 28, ohne Anstrengung; παῦροι ἐν πόνῳ πιστοὶ βροτῶν καμάτου μεταλαμβάνειν N. 10, 79; δυςπενϑής P. 12, 10; νώδυνος N. 8, 50; οὐδέποτ' ἐκ καμάτων ἀποπαύσομαι Soph. El. 128, vgl. O. R. 174 O. C. 1234, überall im Chor; εἰς γῆν γόνυ καμάτῳ καϑεῖσαν Eur. I. T. 333; sp. D. Auch in sp. Prosa, πολλοὺς καμάτους ὑπομείνας καὶ τραύματα Luc. Macrob. 22; καμάτοις καὶ φροντίσι τετρυχωμένος Hdn. 1, 3, 1; Krankheit, Poll. 3, 104, neben ἀῤῥωστία; D. Hal. 10, 53 οὔτε τῶν ἰατρῶν ἀρκούντων ἔτι βοηϑεῖν τοῖς καμάτοις. – 2) das mühsam Erarbeitete, das mit Anstrengung Erworbene; ἄλλοι δ' ἡμέτερον κάματον νήποινον ἔδουσιν Od. 14, 417; Hes. Th. 599; das Werk, βόμβυκας ἔχων, τόρνου κάματον Aesch. frg. 51; σάνδαλα, ἐρατὸν σκυτοτόμων κάματον Ant. Sid. 21 (VI, 206), vgl. 52 (IX, 58).
-
3 ἔδω
ἔδω, old [dialect] Ep. [tense] pres. (also Hp.VM4 (v.l.), Theoc.5.128), for which in [dialect] Att. [full] ἐσθίω is used, [dialect] Ep. inf.Aἔδμεναι, ἐέδμεναι Emp.128.10
(s.v.l.): [tense] impf. ἔδον, [dialect] Ion. [ per.] 3sg.ἔδεσκε Il.22.501
: [tense] fut.ἔδομαι 18.271
, Od.9.369, Theoc.3.53: [tense] pf. part.ἐδηδώς Il.17.542
, h.Merc. 560:—[voice] Pass., [tense] pf.ἐδήδοται Od.22.56
: [tense] aor. 1 subj. ἐδεσθῇ dub. l. in Hp.Vict.2.54:—for the [dialect] Att. forms, v. sub ἐσθίω; cf. also ἔσθω:— eat,εἰωθότες ἔδμεναι ἄδην Il. 5.203
;ὅσσα τοι ἐκπέποται καὶ ἐδήδοται Od.22.56
; of worms, Il.22.509, cf. Od.21.395;κύτισόν τε καὶ αἴγιλον αἶγες ἔο̄οντι Theoc.5.128
.—Rare in Com., Alc.Com.36, Eub.28; also E.Cyc. 245.III metaph., , cf. 10.379, Il.24.129, Semon.1.24 (s.v.l.). -
4 ἔδω
ἔδω, essen, als praes. nur Hom. u. a. D., sonst ἐσϑίω, w. m. s.; ϑερμὴν ἔδοντος δαῖτα Eur. Cycl. 245; Pind. frg. 150; Anacr. 14, 25; ἔδοντι, = ἔδουσι, Theocr. 3, 53. 5, 128; ἔδω Alc. com. Ath. VII, 316 c; ἔδουσιν Eubul. bei Phot. bibl. p. 150; ἔδοις Phocyl. 145, der auch ἔδωνται v. 138 braucht; bei Luc. praec. rhet. 11 ist οἳ ἀρούρης καρπὸν ἔδομεν Reminiscenz aus dem Dichter; inf. syncop. ἔδμεναι; imperf. ἔδον, Od. 23, 9; ἔδεσκε, Il. 22, 501; fut. ἔδομαι, Od. 2, 123, auch in Prosa gew., Plat. Rep. II, 373 c; perf. ἐδήδοκα, Ar. Equ. 362 u. A.; partic. syncop. ἐδηδώς, Il. 17, 542; pass. ἐδήδοται, Od. 22, 56; sonst ἐδήδεσμαι; aor. ἠδέσϑην, Hippocr. u. A.; adj. v. ἐδεστέον, Plat. Prot. 314 a. Den aor. φαγεῖν s. bes. – Auch von Thieren, fressen, bes. von Pferden, Geiern u. Hunden; von Würmern, zernagen, Iliad. 22, 509 Od. 21, 395. Oft übertr., wie bei uns, οἶκον, βίοτον, κτήματα, aufzehren, durchbringen; Od. ἡμέτερον κάματον ἔδουσι, 14, 417; καμάτῳ τε καὶ ἄλγεσι ϑυμὸν ἔδοντες, das Herz verzehrend, sich abhärmend, Od. 9, 75, vgl. 10, 379 Il. 24, 129.
-
5 ἔδω
ἔδω, essen. Auch von Tieren: fressen, bes. von Pferden, Geiern u. Hunden; von Würmern: zernagen. Oft übertr., wie bei uns, οἶκον, βίοτον, κτήματα, aufzehren, durchbringen; καμάτῳ τε καὶ ἄλγεσι ϑυμὸν ἔδοντες, das Herz verzehrend, sich abhärmend--------------------------------ἔδω, sedere; ich setzte, hieß sitzen; εἷσέ μ' ἐπὶ βουσί, er setzte mich über die Rinder; σκοπὸν εἷσε, er stellte einen Späher an; λόχον εἷσαν, sie legten einen Hinterhalt; δῆμον εἷσεν ἐν Σχερίῃ, er ließ das Volk sich ansiedeln; σὺ γάρ νιν εἰς τόδ' εἷσας αὔχημα, du hast die Stadt zu diesem Glanz erhoben. Med. ἕζομαι, sich setzen, sitzen; ἐπὶ χϑονὶ ἑζέσϑην, sie senkten sich dem Boden zu, von der schweren Waagschale; δελφἶνι, auf dem Delphin; ich gründete, baute (für mich); εἵσεται, er wird sich setzen
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий